Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Πέθανε ο σπουδαίος φιλόλογος και καθηγητής, Εμμανουήλ Κριαράς




Σε ηλικία 108 ετών


Ο Εμμανουήλ Κριαράς, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της χώρας, πέθανε στο σπίτι του από ανακοπή καρδιάς

Πλήρης ημερών, σε ηλικία 108 ετών, «έφυγε» το απόγευμα της Παρασκευής από τη ζωή ο σπουδαίος φιλόλογος και καθηγητής, Εμμανουήλ Κριαράς....

Ο Εμμανουήλ Κριαράς, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της χώρας, πέθανε στο σπίτι του από ανακοπή καρδιάς.

Πριν από περίπου έναν μήνα είχε νοσηλευτεί στο Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο, όπου υποβλήθηκε σε επιτυχημένη επέμβαση στο ισχίο.

Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα την Δευτέρα.

Ποιος ήταν ο Εμμανουήλ Κριαράς

Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής, ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του· το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae, το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου .

Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στην Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε (το 1965) η πρώτη -και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα- έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών αποφάσισε να τον απολύσει για τα δημοκρατικά του φρονήματα . Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του ''Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)'' (την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956), ενώ από τότε μέχρι το θάνατό του συνέχισε το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο. Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000.

Ο Κριαράς αναφερόταν ως ένας πολυγραφότατος νεοέλληνας επιστήμονας, όπως παρατηρούσε το 2008 ο Παναγιώτης Ζιώγας: «Αν προσεγγίσουμε την παράμετρο Σελίδες των δημοσιευμάτων Κριαρά, τότε καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Από τις είκοσι περίπου χιλιάδες σελίδες του μετρημένου έργου του Ε. Κριαρά, συντριπτική υπεροχή έχουν τα Λεξικογραφικά που υπερβαίνουν τις οκτώμισι χιλιάδες σελίδες, ακολουθούν τα Γραμματολογικά με περίπου έξι χιλιάδες, τα Σύμμικτα που υπερβαίνουν τις τρεις χιλιάδες, έπονται τα Επιστολογραφικά με περίπου χίλιες πεντακόσιες σελίδες, με τελευταία τα καθαρά Γλωσσικά που εγγίζουν τις εννιακόσιες σελίδες».

Από τα περισσότερα από 1.000 άρθρα και τα περίπου 60 βιβλία που εξέδωσε αυτοτελώς ο Κριαράς, ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Ψυχάρη, τον Σολωμό και τον Παλαμά, οι εκδόσεις των παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Πανώριας του Χορτάτση, των θεατρικών του Πέτρου Κατσαΐτη, κ.ά), οι ποικίλες μελέτες του για τον δημοτικισμό και κυρίως οι 14 πρώτοι τόμοι του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Λεξικό Κριαρά. Ήταν ίσως η επιτομή του έργου του. Το 1997, για προσωπικούς λόγους, ο Ε. Κριαράς εγκατέλειψε το μεσαιωνικό λεξικό του, παραδίδοντας το σχετικό λεξικογραφικό του αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης. Το Κέντρο συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και έχει εκδώσει τον 15ο (2006), 16ο (2008) και 17ο (2011) τόμο του Λεξικού, καθώς και δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων (με την επιμέλεια Ι. Ν. Καζάζη και Τ. Α. Καραναστάση), η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο. Στο λεξικογραφικό χώρο ανήκει και η σύνταξη από τον Ε. Κριαρά του Λεξικού της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής το 1995 που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών.

Παρά το πολυσχιδές επιστημονικό του έργο ο Κριαράς δεν υπήρξε «επιστήμονας του εργαστηρίου». Όπως δήλωνε σε συνέντευξή του στην Ο. Αντωνοπούλου το 2002: «Ο επιστήμονας δεν πρέπει να μένει μόνο στο εργαστήριο. Βέβαια το εργαστήριο χρειάζεται, διότι αλλιώς εργασία δε θα υπάρξει. Αλλά δε φτάνει αυτό. Εκείνος που έχει συνείδηση των καθηκόντων του των πνευματικών, πρέπει όσο γίνεται να εκλαϊκεύει την επιστήμη του. Αυτό επιδίωξα γενικότερα στη ζωή μου, αλλά κυρίως μετά το '74, όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στον τόπο μας. Ο επιστήμονας πρέπει να είναι και ερευνητής και δάσκαλος, εκλαϊκευτής».

Ο Κριαράς υπήρξε πιστός της δημοτικιστικής ιδεολογίας από τα μαθητικά του χρόνια, συγκεκριμένα από το 1923, και αγωνίστηκε με όλα τα μέσα που διέθετε για τα γλωσσικά του πιστεύω. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του τόσο στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους όσο και στην καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής. Είναι γνωστό ότι με το νόμο 309/23.1.76 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό παιδείας το Γεώργιο Ράλλη αποφάσισε την αναγνώριση της δημοτικής στο χώρο της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης. Τότε δόθηκε στη σχολική χρήση ανασυγκροτημένη γραμματική της δημοτικής γλώσσας με βάση τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, τυπωμένη το 1941, για να χρησιμεύσει στην εκπαίδευση χρειαζόταν συντόμευση και κάποια προσαρμογή στην εκπαιδευτική και γλωσσική πραγματικότητα. Το έργο αυτό ανέλαβε ειδική επιτροπή της οποίας μέλος υπήρξε και ο Κριαράς. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1981-1982, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου πήρε δύο συμπληρωματικές αποφάσεις: πρώτον, να συντάσσονται οι νόμοι στη δημοτική γλώσσα και να μεταγραφούν οι σημαντικότεροι δικαστικοί κώδικες στη δημοτική και, δεύτερον, να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα γραφής. Ο Κριαράς ήταν ο πρόεδρος της εικοσαμελούς επιτροπής που ανέλαβε και έφερε εις πέρας το δύσκολο έργο της μεταγραφής των δικαστικών κωδίκων και επίσης πρόεδρος της επιτροπής που εισηγήθηκε το είδος του μονοτονικού που επρόκειτο να εφαρμοστεί. Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την καθιέρωση της δημοτικής μέχρι το θάνατό του, ο Κριαράς συνέχιζε να υπερασπίζεται τη δημοτική γλώσσα. Αρθρογραφούσε συχνά, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει επιμέρους δυσκολίες στη χρήση της γλώσσας και προτείνοντας λύσεις. Παράλληλα, προσπαθούσε να διαφωτίσει και το πλατύ κοινό για επιμέρους γλωσσικά ζητήματα μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές (Τα πεντάλεπτα στην ΕΡΤ από το 1985 έως το 1987).

Η πολύπλευρη προσφορά του καθηγητή Κριαρά τόσο στην επιστήμη όσο και ευρύτερα στο ελληνικό έθνος είναι από καιρό αναγνωρισμένη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Ελληνική Δημοκρατία του είχε απονείμει κατά καιρούς τα παράσημα του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος (δις), του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α΄ και του Ταξιάρχη του Τάγματος Τιμής. Η Γαλλία του απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και η Ιταλία το παράσημο του Ταξιάρχη επί τιμή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το 1977 για το συνολικό επιστημονικό του έργο του απονεμήθηκε στη Βιέννη από το γερμανικό Alfred Toepfler Stiftung το σημαντικό Βραβείο Herder, ενώ έργα του έχουν κατά καιρούς τιμηθεί με τα βραβεία Zappas της Γαλλίας (το διδακτορικό του), Γουλανδρή (η μονογραφία του για το Σολωμό), Γεωργίου Φωτεινού της Ακαδημίας Αθηνών (η έκδοση της Πανώριας), κ.ά.

Ο Κριαράς ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, επίτιμο μέλος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Παράλληλα, ήταν αντεπιστελλόν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμου. Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ανώτατη τιμητική του διάκριση, το Χρυσό Αριστοτέλη, ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το Σεπτέμβριο του 2009 ο Εμμανουήλ Κριαράς συμπεριλήφθηκε στην τελευταία ("τιμητική") θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ για τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009. Σε συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ο Κριαράς είχε ζητήσει να καταργηθεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, επισημαίνοντας ότι η «ταυτόχρονη διδασκαλία νέων και αρχαίων ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου