Στις
«Ιστορίες ενός παιδήλικα» ο Χρήστος Ζαμπούνης ακτινογραφεί τη ζωή ενός
παιδιού που ενηλικιώνεται με τη ματιά ενός ενήλικα που παραμένει παιδί,
εστιάζοντας στις αντιθέσεις ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, το έχειν
και το υπάρχειν.
Ακροβατώντας ανάμεσα στον λαό του ΠΑΟΚ, την αγάπη του για τον «Δικέφαλο του Βορρά» και τις ορδές των εστεμμένων, τις επαρχιώτικες καταβολές και τη συναναστροφή με γαλαζοαίματους ξένους και εγχώριους σταρ, ο Χρήστος Ζαμπούνης δεν διστάζει να κάνει το δικό του ψυχογράφημα, χωρίς χρυσό περιτύλιγμα και ωραιοποιημένες καταστάσεις.
«Το 2010 πέθανε ο πατέρας μου, χώρισα από κλίνης με τη σύζυγό μου και σταμάτησα να εργάζομαι στο “Life&Style”. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η οικονομική κρίση που είχε, ας το πούμε, σκληρές επιπτώσεις στο άλλο “παιδί”, τις εκδόσεις Φερενίκη, τότε αντιλαμβάνεται κανείς γιατί βρέθηκα σε ένα δίλημμα στο οποίο βρίσκονται και πάρα πολλοί συμπατριώτες μας. Ή να πέσω σε κατάθλιψη και να το ρίξω στις ουσίες ή να απαντήσω δημιουργικά στις συσσωρευμένες ατυχίες. Για καλή μου τύχη συνέβη το δεύτερο και κάθισα και έγραψα ένα βιβλίο το οποίο λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά και μου επέτρεψε να συγκροτήσω τη θλίψη για τις τόσες πολλές απώλειες. Με έσωσε γι’ αυτό και το συστήνω σαν συνταγή για τους ανθρώπους που περνάνε δύσκολα κι έχουν χάσει όλα τα σημεία αναφοράς που είχαν μέχρι τώρα. Να κάνουν κάτι δημιουργικό σε οποιονδήποτε τομέα. Το βιβλίο είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Βεβαίως είναι περίπου 450 σελίδες και υπάρχει άλλο τόσο υλικό το οποίο βρίσκεται σε θυρίδα στην τράπεζα, έχω κάνει διαθήκη και θα δημοσιευθούν μετά τον θάνατό μου» δήλωσε ο Χρήστος Ζαμπούνης στην «Espresso» με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ιστορίες ενός παιδήλικα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φερενίκη.
Σε αντίθθεση με τις περισσότερες αυτοβιογραφίες όπου οι αυτοβιογραφούμενοι «αγιογραφούν» τον εαυτό τους, ο Χρήστος Ζαμπούνης φωτίζει συγγραφικά τις πιο σκοτεινές του πτυχές. Δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά στο βιβλίο του για τη σχέση που είχε στο παρελθόν με τα ναρκωτικά, αλλά και για το άσχημο σημείο στο οποίο έφτασε με τη χρήση κοκαΐνης καθώς δεν είχε δει για καιρό την κόρη του, τη Φερενίκη. Στο κεφάλαιο «Αμάρτησα για το παιδί μου» ο Χρήστος Ζαμπούνης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: «Πρωτοείδα κοκαΐνη σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Κάτι γνωστοί με κάλεσαν στο σπίτι ενός άλλου γνωστού και πάλι, ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, κι εκεί έκανε την εμφάνισή του ένας ασημένιος δίσκος με μικρούς λόφους λευκής σκόνης. “Θέλεις να δοκιμάσεις;” με ρώτησε ευγενικά ο οικοδεσπότης. “Οχι, ευχαριστώ” απήντησα δίχως ίχνος αμηχανίας. Η αντίσταση κράτησε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, με ένα μικρό διάλειμμα στον στρατό, όταν στον θάλαμο της 139 ΑΚ-ΜΜΟ έφτασε ένας μεγαλοκαλλιεργητής χασίς του όρους Παγγαίου. Εκεί πρωτομαστούρωσα από την παθητική εισπνοή. Και ύστερα “οι μικροί μου φίλοι” ανέλαβαν μετά κόπων και βασάνων να μου μάθουν την κανονική εισπνοή, διότι δεν ήξερα να καπνίζω και να ρουφάω μέσα καπνό. Το πραγματικό οχυρό έπεσε μετά τον βίαιο χωρισμό από τη μητέρα της κόρης μου και την εξαφάνισή τους προς άγνωστη κατεύθυνση. Το έδαφος ήταν πρόσφορο. Ημουν μόνος, ήμουν σε συναισθηματικό αδιέξοδο από μια νέα πραγματικότητα, διότι δεν μπορούσα να διορθώσω την παλαιά. Στην αρχή ξεκίνησα δειλά -κάτι τσιγαριλίκια με παρέα- και στη συνέχεια έγινα πλήρως εξαρτημένος από τη “λευκή θεά”, την κοκαΐνη... Ενα Σαββατοκύριακο ταξίδεψα στην Αθήνα κι έκανα αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν “drug party”: κλείστηκα στο σπίτι μου και κατανάλωσα, ο αθεόφοβος, δεκαπέντε γραμμάρια μόνος! Πήγα να πεθάνω... Ο κύριος λόγος όμως της απεμπλοκής μου από τα ναρκωτικά ήταν ότι ξαναβρήκα την κόρη μου».
Ο Χρήστος Ζαμπούνης δεν διστάζει να αναφερθεί και στον κόσμο της τηλεόρασης στο κεφάλαιο «Η τηλεόραση τρελαίνει». Στις σελίδες του συγκεκριμένου κεφαλαίου εξομολογείται ότι ναι μεν η εκπομπή «Prive» την οποία παρουσίαζε με την Ελενα Κατρίτση είχε μεγάλη επιτυχία, όμως η ψυχούλα του το ξέρει τι πέρασε... Πιο συγκεκριμένα γράφει: «Παρά τις φιλοφρονήσεις και τις τυπικότητες, με την Ελενα (Κατρίτση) δεν ταιριάζαμε ούτε στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, το περίφημο weltanschauung, ούτε ως χαρακτήρες. Κατά έναν θαυματουργό τρόπο όμως η ανόμοια συνύπαρξή μας στο γυαλί λειτούργησε τηλεοπτικά. Μετά τα πρώτα... χαστούκια της ABG, όταν δοκιμάσαμε να αναμετρηθούμε τα βράδια της Κυριακής με τον “βασιλιά της βραδινής ζώνης” Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, μετακομίσαμε στις 11.00 το βράδυ του Σαββάτου. Ενα εκατομμύριο ζευγάρια μάτια στήνονταν τότε για να παρακολουθήσουν το “Prive”. Grand success. Η ψυχούλα μου όμως ήξερε με τι βάρος ψυχής πήγαινα κάθε Τετάρτη για να γράψουμε τα κείμενα και κάθε Πέμπτη για να γυρίσουμε την εκπομπή. Το τι “αχ” και “βαχ” έχει εξέλθει από το έρκος των οδόντων μου μόνο οι κοντινοί μου άνθρωποι το γνωρίζουν. Γρήγορα η τηλεοπτική τρέλα που βίωνα είχε επιπτώσεις στην προσωπική μου ζωή. Εγινα οξύθυμος, εριστικός, ευέξαπτος, απότομος. Την ίδια στιγμή είχα να διαχειριστώ τη δημοσιότητα και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο να χάσω επαφή με την πραγματικότητα. Ο διμέτωπος αγώνας είχε αποτέλεσμα μόνο στο ένα επίπεδο. Λόγω ηλικίας, πνευματικού και ηθικού κορμού, δεν υπέκυψα στις τηλεοπτικές σειρήνες, ούτε έγινα το αλαζονικό νούμερο που συναντάμε συχνά στον χώρο του θεάματος... Μετά από δύο χρόνια και δύο μήνες ευπρόσωπης παρουσίας στο “Prive”, πάνω στο απόγειο της δόξας παραιτήθηκα θέτοντας τέλος σε μια απειλή σαφούς ψυχικής διαταράξεως».
O εφιάλτης του savoir vivreΜπορεί το όνομα του Χρήστου Ζαμπούνη να είναι άμεσα συνδεδεμένο με το savoir vivre αφού έχει γράψει και βιβλίο γι’ αυτό, ωστόσο το πλήρωσε πολύ ακριβά και στις «Ιστορίες ενός παιδήλικα» ζητάει ακόμη και δημόσια συγγνώμη από όσους πλήγωσε. «Η μεγαλύτερή μου όμως αποτυχία είναι όταν φέρνω σε δύσκολη θέση “ευαίσθητα” επαγγέλματα. Ποιος σκέφτεται τους δύσμοιρους σερβιτόρους όταν πηγαίνω σε ένα εστιατόριο και αγωνιούν για να με σερβίρουν by the book; Εχει τύχει πηγαίνοντας στο μπάνιο να τους ακούσω να βαριαναστενάζουν: “Ωχ, ο Ζαμπούνης!” Οπως και τους έχω δει να τρέμουν σερβίροντας το κρασί... Σε όλους αυτούς που πλήγωσα, απογοήτευσα ή τέλος βραχυκύκλωσα, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω τους στίχους του σουξέ της δεκαετίας το '70 “Ανθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή”, μαζί με ένα τεράστιο συγγνώμη, από την Τούμπα έως τη Σύμη».
espresso
Ακροβατώντας ανάμεσα στον λαό του ΠΑΟΚ, την αγάπη του για τον «Δικέφαλο του Βορρά» και τις ορδές των εστεμμένων, τις επαρχιώτικες καταβολές και τη συναναστροφή με γαλαζοαίματους ξένους και εγχώριους σταρ, ο Χρήστος Ζαμπούνης δεν διστάζει να κάνει το δικό του ψυχογράφημα, χωρίς χρυσό περιτύλιγμα και ωραιοποιημένες καταστάσεις.
«Το 2010 πέθανε ο πατέρας μου, χώρισα από κλίνης με τη σύζυγό μου και σταμάτησα να εργάζομαι στο “Life&Style”. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η οικονομική κρίση που είχε, ας το πούμε, σκληρές επιπτώσεις στο άλλο “παιδί”, τις εκδόσεις Φερενίκη, τότε αντιλαμβάνεται κανείς γιατί βρέθηκα σε ένα δίλημμα στο οποίο βρίσκονται και πάρα πολλοί συμπατριώτες μας. Ή να πέσω σε κατάθλιψη και να το ρίξω στις ουσίες ή να απαντήσω δημιουργικά στις συσσωρευμένες ατυχίες. Για καλή μου τύχη συνέβη το δεύτερο και κάθισα και έγραψα ένα βιβλίο το οποίο λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά και μου επέτρεψε να συγκροτήσω τη θλίψη για τις τόσες πολλές απώλειες. Με έσωσε γι’ αυτό και το συστήνω σαν συνταγή για τους ανθρώπους που περνάνε δύσκολα κι έχουν χάσει όλα τα σημεία αναφοράς που είχαν μέχρι τώρα. Να κάνουν κάτι δημιουργικό σε οποιονδήποτε τομέα. Το βιβλίο είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Βεβαίως είναι περίπου 450 σελίδες και υπάρχει άλλο τόσο υλικό το οποίο βρίσκεται σε θυρίδα στην τράπεζα, έχω κάνει διαθήκη και θα δημοσιευθούν μετά τον θάνατό μου» δήλωσε ο Χρήστος Ζαμπούνης στην «Espresso» με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ιστορίες ενός παιδήλικα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φερενίκη.
Σε αντίθθεση με τις περισσότερες αυτοβιογραφίες όπου οι αυτοβιογραφούμενοι «αγιογραφούν» τον εαυτό τους, ο Χρήστος Ζαμπούνης φωτίζει συγγραφικά τις πιο σκοτεινές του πτυχές. Δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά στο βιβλίο του για τη σχέση που είχε στο παρελθόν με τα ναρκωτικά, αλλά και για το άσχημο σημείο στο οποίο έφτασε με τη χρήση κοκαΐνης καθώς δεν είχε δει για καιρό την κόρη του, τη Φερενίκη. Στο κεφάλαιο «Αμάρτησα για το παιδί μου» ο Χρήστος Ζαμπούνης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: «Πρωτοείδα κοκαΐνη σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Κάτι γνωστοί με κάλεσαν στο σπίτι ενός άλλου γνωστού και πάλι, ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, κι εκεί έκανε την εμφάνισή του ένας ασημένιος δίσκος με μικρούς λόφους λευκής σκόνης. “Θέλεις να δοκιμάσεις;” με ρώτησε ευγενικά ο οικοδεσπότης. “Οχι, ευχαριστώ” απήντησα δίχως ίχνος αμηχανίας. Η αντίσταση κράτησε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, με ένα μικρό διάλειμμα στον στρατό, όταν στον θάλαμο της 139 ΑΚ-ΜΜΟ έφτασε ένας μεγαλοκαλλιεργητής χασίς του όρους Παγγαίου. Εκεί πρωτομαστούρωσα από την παθητική εισπνοή. Και ύστερα “οι μικροί μου φίλοι” ανέλαβαν μετά κόπων και βασάνων να μου μάθουν την κανονική εισπνοή, διότι δεν ήξερα να καπνίζω και να ρουφάω μέσα καπνό. Το πραγματικό οχυρό έπεσε μετά τον βίαιο χωρισμό από τη μητέρα της κόρης μου και την εξαφάνισή τους προς άγνωστη κατεύθυνση. Το έδαφος ήταν πρόσφορο. Ημουν μόνος, ήμουν σε συναισθηματικό αδιέξοδο από μια νέα πραγματικότητα, διότι δεν μπορούσα να διορθώσω την παλαιά. Στην αρχή ξεκίνησα δειλά -κάτι τσιγαριλίκια με παρέα- και στη συνέχεια έγινα πλήρως εξαρτημένος από τη “λευκή θεά”, την κοκαΐνη... Ενα Σαββατοκύριακο ταξίδεψα στην Αθήνα κι έκανα αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν “drug party”: κλείστηκα στο σπίτι μου και κατανάλωσα, ο αθεόφοβος, δεκαπέντε γραμμάρια μόνος! Πήγα να πεθάνω... Ο κύριος λόγος όμως της απεμπλοκής μου από τα ναρκωτικά ήταν ότι ξαναβρήκα την κόρη μου».
Ο Χρήστος Ζαμπούνης δεν διστάζει να αναφερθεί και στον κόσμο της τηλεόρασης στο κεφάλαιο «Η τηλεόραση τρελαίνει». Στις σελίδες του συγκεκριμένου κεφαλαίου εξομολογείται ότι ναι μεν η εκπομπή «Prive» την οποία παρουσίαζε με την Ελενα Κατρίτση είχε μεγάλη επιτυχία, όμως η ψυχούλα του το ξέρει τι πέρασε... Πιο συγκεκριμένα γράφει: «Παρά τις φιλοφρονήσεις και τις τυπικότητες, με την Ελενα (Κατρίτση) δεν ταιριάζαμε ούτε στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, το περίφημο weltanschauung, ούτε ως χαρακτήρες. Κατά έναν θαυματουργό τρόπο όμως η ανόμοια συνύπαρξή μας στο γυαλί λειτούργησε τηλεοπτικά. Μετά τα πρώτα... χαστούκια της ABG, όταν δοκιμάσαμε να αναμετρηθούμε τα βράδια της Κυριακής με τον “βασιλιά της βραδινής ζώνης” Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, μετακομίσαμε στις 11.00 το βράδυ του Σαββάτου. Ενα εκατομμύριο ζευγάρια μάτια στήνονταν τότε για να παρακολουθήσουν το “Prive”. Grand success. Η ψυχούλα μου όμως ήξερε με τι βάρος ψυχής πήγαινα κάθε Τετάρτη για να γράψουμε τα κείμενα και κάθε Πέμπτη για να γυρίσουμε την εκπομπή. Το τι “αχ” και “βαχ” έχει εξέλθει από το έρκος των οδόντων μου μόνο οι κοντινοί μου άνθρωποι το γνωρίζουν. Γρήγορα η τηλεοπτική τρέλα που βίωνα είχε επιπτώσεις στην προσωπική μου ζωή. Εγινα οξύθυμος, εριστικός, ευέξαπτος, απότομος. Την ίδια στιγμή είχα να διαχειριστώ τη δημοσιότητα και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο να χάσω επαφή με την πραγματικότητα. Ο διμέτωπος αγώνας είχε αποτέλεσμα μόνο στο ένα επίπεδο. Λόγω ηλικίας, πνευματικού και ηθικού κορμού, δεν υπέκυψα στις τηλεοπτικές σειρήνες, ούτε έγινα το αλαζονικό νούμερο που συναντάμε συχνά στον χώρο του θεάματος... Μετά από δύο χρόνια και δύο μήνες ευπρόσωπης παρουσίας στο “Prive”, πάνω στο απόγειο της δόξας παραιτήθηκα θέτοντας τέλος σε μια απειλή σαφούς ψυχικής διαταράξεως».
O εφιάλτης του savoir vivreΜπορεί το όνομα του Χρήστου Ζαμπούνη να είναι άμεσα συνδεδεμένο με το savoir vivre αφού έχει γράψει και βιβλίο γι’ αυτό, ωστόσο το πλήρωσε πολύ ακριβά και στις «Ιστορίες ενός παιδήλικα» ζητάει ακόμη και δημόσια συγγνώμη από όσους πλήγωσε. «Η μεγαλύτερή μου όμως αποτυχία είναι όταν φέρνω σε δύσκολη θέση “ευαίσθητα” επαγγέλματα. Ποιος σκέφτεται τους δύσμοιρους σερβιτόρους όταν πηγαίνω σε ένα εστιατόριο και αγωνιούν για να με σερβίρουν by the book; Εχει τύχει πηγαίνοντας στο μπάνιο να τους ακούσω να βαριαναστενάζουν: “Ωχ, ο Ζαμπούνης!” Οπως και τους έχω δει να τρέμουν σερβίροντας το κρασί... Σε όλους αυτούς που πλήγωσα, απογοήτευσα ή τέλος βραχυκύκλωσα, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω τους στίχους του σουξέ της δεκαετίας το '70 “Ανθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή”, μαζί με ένα τεράστιο συγγνώμη, από την Τούμπα έως τη Σύμη».
espresso
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου